δρακάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρακάκι τα δρακάκια
      γενική
    αιτιατική το δρακάκι τα δρακάκια
     κλητική δρακάκι δρακάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρακάκι < δράκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

δρακάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του δράκος
  2. (φυτό) το φυτό / βότανο πρίμουλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.