δουλόπρεπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δουλόπρεπος η δουλόπρεπη το δουλόπρεπο
      γενική του δουλόπρεπου της δουλόπρεπης του δουλόπρεπου
    αιτιατική τον δουλόπρεπο τη δουλόπρεπη το δουλόπρεπο
     κλητική δουλόπρεπε δουλόπρεπη δουλόπρεπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δουλόπρεποι οι δουλόπρεπες τα δουλόπρεπα
      γενική των δουλόπρεπων των δουλόπρεπων των δουλόπρεπων
    αιτιατική τους δουλόπρεπους τις δουλόπρεπες τα δουλόπρεπα
     κλητική δουλόπρεποι δουλόπρεπες δουλόπρεπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

δουλόπρεπος, -η, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.