δουλοκτητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δουλοκτητικός η δουλοκτητική το δουλοκτητικό
      γενική του δουλοκτητικού της δουλοκτητικής του δουλοκτητικού
    αιτιατική τον δουλοκτητικό τη δουλοκτητική το δουλοκτητικό
     κλητική δουλοκτητικέ δουλοκτητική δουλοκτητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δουλοκτητικοί οι δουλοκτητικές τα δουλοκτητικά
      γενική των δουλοκτητικών των δουλοκτητικών των δουλοκτητικών
    αιτιατική τους δουλοκτητικούς τις δουλοκτητικές τα δουλοκτητικά
     κλητική δουλοκτητικοί δουλοκτητικές δουλοκτητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δουλοκτητικός < δουλοκτήτης + -ικός

Επίθετο

δουλοκτητικός, -ή, -ό

  1. που έχει ως βασικό του χαρακτηριστικό το θεσμό της δουλείας, που σχετίζεται με τη δουλοκτησία
    δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.