δουλίτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουλίτσα οι δουλίτσες
      γενική της δουλίτσας
    αιτιατική τη δουλίτσα τις δουλίτσες
     κλητική δουλίτσα δουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δουλίτσα < δουλ(ειά) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά

ΔΦΑ : /ðuˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δουλίτσα

Ουσιαστικό

δουλίτσα θηλυκό

  1. υποκοριστικό του δουλειά, μικροδουλειά
  2. δουλειά, κάτι όχι ιδιαίτερο σοβαρό που έχω να κάνω
    Έχω να κάνω κάτι δουλίτσες αύριο στο κέντρο.
  3. (οικείο) δουλειά, εργασία
    Κοίτα να βρεις καμιά δουλίτσα, ως πότε θα σε τρέφει ο πατέρας σου;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.