δολιχοκεφαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δολιχοκεφαλία | οι | δολιχοκεφαλίες |
| γενική | της | δολιχοκεφαλίας | των | δολιχοκεφαλιών |
| αιτιατική | τη | δολιχοκεφαλία | τις | δολιχοκεφαλίες |
| κλητική | δολιχοκεφαλία | δολιχοκεφαλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δολιχοκεφαλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dolichocéphalie < αρχαία ελληνική δόλιχος + -ο- + -κεφαλία
Ουσιαστικό
δολιχοκεφαλία θηλυκό
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δολιχοκεφαλία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.