δολιχοκεφαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολιχοκεφαλία οι δολιχοκεφαλίες
      γενική της δολιχοκεφαλίας των δολιχοκεφαλιών
    αιτιατική τη δολιχοκεφαλία τις δολιχοκεφαλίες
     κλητική δολιχοκεφαλία δολιχοκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δολιχοκεφαλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dolichocéphalie < αρχαία ελληνική δόλιχος + -ο- + -κεφαλία

Ουσιαστικό

δολιχοκεφαλία θηλυκό

  • (ιατρική) η ιδιότητα του ανθρώπου με μακρύ κρανίο. Συγκεκριμένα το μέγιστο πλάτος του κρανίου είναι λιγότερο από το 80% του μέγιστου μήκους του.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.