διωνυμικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διωνυμικός η διωνυμική το διωνυμικό
      γενική του διωνυμικού της διωνυμικής του διωνυμικού
    αιτιατική τον διωνυμικό τη διωνυμική το διωνυμικό
     κλητική διωνυμικέ διωνυμική διωνυμικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διωνυμικοί οι διωνυμικές τα διωνυμικά
      γενική των διωνυμικών των διωνυμικών των διωνυμικών
    αιτιατική τους διωνυμικούς τις διωνυμικές τα διωνυμικά
     κλητική διωνυμικοί διωνυμικές διωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. διωνυμικός < διωνυμία + -ικός < (ελληνιστική κοινή) διωνυμία
  2. διωνυμικός < διώνυμο + -ικός

Επίθετο

διωνυμικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη διωνυμία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (μαθηματικά) που αναφέρεται ή έχει σχέση με διώνυμο

Πολυλεκτικοί όροι

  • διωνυμική κατανομή
  • διωνυμική ονοματολογία
  • διωνυμικός συντελεστής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.