δισταυρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δισταυρία | οι | δισταυρίες |
| γενική | της | δισταυρίας | των | δισταυριών |
| αιτιατική | τη | δισταυρία | τις | δισταυρίες |
| κλητική | δισταυρία | δισταυρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δισταυρία θηλυκό
- η δυνατότητα που παρέχεται σε ψηφοφόρο να σημειώσει μέχρι δύο σταυρούς προτίμησης σε κάποιο ψηφοδέλτιο
Μεταφράσεις
δισταυρία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.