δισκάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δισκάριο τα δισκάρια
      γενική του δισκαρίου
& δισκάριου
των δισκαρίων
    αιτιατική το δισκάριο τα δισκάρια
     κλητική δισκάριο δισκάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισκάριο < μεσαιωνική ελληνική δισκάριον / δισκάρι < ελληνιστική κοινή δισκάριον < αρχαία ελληνική δίσκος

Ουσιαστικό

δισκάριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.