δισακχαρίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δισακχαρίτης οι δισακχαρίτες
      γενική του δισακχαρίτη των δισακχαριτών
    αιτιατική τον δισακχαρίτη τους δισακχαρίτες
     κλητική δισακχαρίτη δισακχαρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισακχαρίτης < disaccharide < saccharide < di- < αρχαία ελληνική (δίς) δι- αρχαία ελληνική σάκχαρον) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

δισακχαρίτης ουδέτερο

  • (χημεία) υδατάνθρακας που προκύπτει απο την ένωση δύο μονοσακχαριτών -οι δισακχαρίτες αποτελούν μια από τις τέσσερεις ομάδες υδατανθράκων, τους μονοσακχαρίδες, δισακχαρίδες, ολιγοσακχαρίδες και πολυσακχαρίδες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.