διπλοκαπνιστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διπλοκαπνιστός | η | διπλοκαπνιστή | το | διπλοκαπνιστό |
| γενική | του | διπλοκαπνιστού | της | διπλοκαπνιστής | του | διπλοκαπνιστού |
| αιτιατική | τον | διπλοκαπνιστό | τη | διπλοκαπνιστή | το | διπλοκαπνιστό |
| κλητική | διπλοκαπνιστέ | διπλοκαπνιστή | διπλοκαπνιστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διπλοκαπνιστοί | οι | διπλοκαπνιστές | τα | διπλοκαπνιστά |
| γενική | των | διπλοκαπνιστών | των | διπλοκαπνιστών | των | διπλοκαπνιστών |
| αιτιατική | τους | διπλοκαπνιστούς | τις | διπλοκαπνιστές | τα | διπλοκαπνιστά |
| κλητική | διπλοκαπνιστοί | διπλοκαπνιστές | διπλοκαπνιστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.plo.ka.pniˈstos/
Επίθετο
διπλοκαπνιστός
- τρόφιμο που έχει υποστεί τη διαδικασία καπνίσματος δύο φορές
- ρέγγα διπλοκαπνιστή
- διπλοφουρνιστός
- και λέξεις με πρόθημα διπλο-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.