διοργανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διοργανισμός οι διοργανισμοί
      γενική του διοργανισμού των διοργανισμών
    αιτιατική τον διοργανισμό τους διοργανισμούς
     κλητική διοργανισμέ διοργανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διοργανισμός < δι- (διά) + οργανισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.oɾ.ɣa.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διοργανισμός

Ουσιαστικό

διοργανισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.