διεστώτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα διεστώτα
      γενική των διεστώτων
    αιτιατική τα διεστώτα
     κλητική διεστώτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεστώτα < αρχαία ελληνική διεστῶτα, ουδέτερο του διεστώς, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διίσταμαι

Ουσιαστικό

διεστώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

(λόγιο)
  1. αυτά που είναι χωρισμένα ή χωριστά
  2. αυτά που έχουν διαφορές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.