διεστώτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | διεστώτα | ||
| γενική | των | διεστώτων | ||
| αιτιατική | τα | διεστώτα | ||
| κλητική | διεστώτα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διεστώτα < αρχαία ελληνική διεστῶτα, ουδέτερο του διεστώς, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διίσταμαι
Ουσιαστικό
διεστώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λόγιο)
Μεταφράσεις
διεστώτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.