διεπαφικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεπαφικός | η | διεπαφική | το | διεπαφικό |
| γενική | του | διεπαφικού | της | διεπαφικής | του | διεπαφικού |
| αιτιατική | τον | διεπαφικό | τη | διεπαφική | το | διεπαφικό |
| κλητική | διεπαφικέ | διεπαφική | διεπαφικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεπαφικοί | οι | διεπαφικές | τα | διεπαφικά |
| γενική | των | διεπαφικών | των | διεπαφικών | των | διεπαφικών |
| αιτιατική | τους | διεπαφικούς | τις | διεπαφικές | τα | διεπαφικά |
| κλητική | διεπαφικοί | διεπαφικές | διεπαφικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διεπαφικός < διεπαφή
Επίθετο
διεπαφικός
- Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: διεπαφικός εξοπλισμός, διεπαφική ανάλυση κ.ά.
Επίρρημα: διεπαφικά
Συγγενικά
- διαδιεπαφικός
Μεταφράσεις
διεπαφικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.