διεπαφικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διεπαφικών
- γενική πληθυντικού του διεπαφικός
- γενική πληθυντικού του διεπαφική
- γενική πληθυντικού του διεπαφικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.