διεμπλοκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεμπλοκή οι διεμπλοκές
      γενική της διεμπλοκής των διεμπλοκών
    αιτιατική τη διεμπλοκή τις διεμπλοκές
     κλητική διεμπλοκή διεμπλοκές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

διεμπλοκή < (διά) δι- + εμπλοκή

Ουσιαστικό

διεμπλοκή θηλυκό

  1. σύμπλεξη, περιπλοκή, περίπλεξη
  2. (κβαντική φυσική) κατάσταση δύο ή περισσότερων κβαντικών συστημάτων που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους (με τρόπο που δεν μπορεί να εξηγηθεί από τα κλασικά φυσικά μοντέλα) τόσο ισχυρά, που ακόμη και αν τα συστήματα απομακρυνθούν πολύ, συνεχίζουν να είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους
     συνώνυμα: κβαντικός εναγκαλισμός, περίπλεξη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.