διεισδυτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεισδυτικότητα οι διεισδυτικότητες
      γενική της διεισδυτικότητας των διεισδυτικοτήτων
    αιτιατική τη διεισδυτικότητα τις διεισδυτικότητες
     κλητική διεισδυτικότητα διεισδυτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεισδυτικότητα < διεισδυτικός + -ότητα

Ουσιαστικό

διεισδυτικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.