διγνωμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διγνωμιά | οι | διγνωμιές |
| γενική | της | διγνωμιάς | των | διγνωμιών |
| αιτιατική | τη | διγνωμιά | τις | διγνωμιές |
| κλητική | διγνωμιά | διγνωμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διγνωμιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διγνωμιά < διγνωμία (πονηριά) → και δείτε τη λέξη διγνωμία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.ɣnoˈmɲa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐γνω‐μιά
Μεταφράσεις
διγνωμιά
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.