διγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διγενής | η | διγενής | το | διγενές |
| γενική | του | διγενούς* | της | διγενούς | του | διγενούς |
| αιτιατική | τον | διγενή | τη | διγενή | το | διγενές |
| κλητική | διγενή(ς) | διγενής | διγενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διγενείς | οι | διγενείς | τα | διγενή |
| γενική | των | διγενών | των | διγενών | των | διγενών |
| αιτιατική | τους | διγενείς | τις | διγενείς | τα | διγενή |
| κλητική | διγενείς | διγενείς | διγενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
διγενής
- αυτός που κρατά από δύο γενιές, έχει δύο εθνικότητες
- στη γραμματική, τα ονόματα (επίθετα και ουσιαστικά) που έχουν δύο γένη (όπως ο, η βλαξ, που είναι διγενές και μονοκατάληκτο, ο μαθητής και η μαθήτρια, που είναι διγενές και δικατάληκτο)
Διγενής Ακρίτας
Μεταφράσεις
διγενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.