διαχείρισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαχείρισῐς αἱ διαχειρίσεις
      γενική τῆς διαχειρίσεως τῶν διαχειρίσεων
      δοτική τῇ διαχειρίσει ταῖς διαχειρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διαχείρισῐν τὰς διαχειρίσεις
     κλητική ! διαχείρισῐ διαχειρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαχειρίσει
γεν-δοτ τοῖν  διαχειρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαχείρισις < διαχειρί(ζω) + -σις . Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + χείρισις.

Ουσιαστικό

διαχείρισις, -εως θηλυκό

  1. η διαχείριση
  2. διεύθυνση, διοίκηση

Συγγενικά

  • διαχειρισμός

 και δείτε τις λέξεις διαχειρίζω, χείρισις και χείρ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.