διαφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφορικός | η | διαφορική | το | διαφορικό |
| γενική | του | διαφορικού | της | διαφορικής | του | διαφορικού |
| αιτιατική | τον | διαφορικό | τη | διαφορική | το | διαφορικό |
| κλητική | διαφορικέ | διαφορική | διαφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφορικοί | οι | διαφορικές | τα | διαφορικά |
| γενική | των | διαφορικών | των | διαφορικών | των | διαφορικών |
| αιτιατική | τους | διαφορικούς | τις | διαφορικές | τα | διαφορικά |
| κλητική | διαφορικοί | διαφορικές | διαφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαφορικός < -ή, -ό επίθ. (διαφορά)
Επίθετο
διαφορικός
- ο αναφερόμενος σε διαφορές, που μελετά διαφορές
- αμοιβή διαφορική λόγω φύλου
- διαφορικός λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών
Μεταφράσεις
διαφορικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.