διαφορικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαφορικό τα διαφορικά
      γενική του διαφορικού των διαφορικών
    αιτιατική το διαφορικό τα διαφορικά
     κλητική διαφορικό διαφορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαφορικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διαφορικό ουδέτερο

  1. μηχανισμός μετάδοσης κίνησης στους τροχούς ενός οχήματος
    αυτοκίνητο με διπλό διαφορικό
  2. (μαθηματικά) πάρα πολύ μικρή μεταβολή μιας συνάρτησης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαφορικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.