διατυμπανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διατυμπανισμός | οι | διατυμπανισμοί |
| γενική | του | διατυμπανισμού | των | διατυμπανισμών |
| αιτιατική | τον | διατυμπανισμό | τους | διατυμπανισμούς |
| κλητική | διατυμπανισμέ | διατυμπανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
διατυμπανισμός< (διατυμπανίζω) διατυμπανισ + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τύμπαν(ο) + -ισμός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.tim.ba.niˈzmos/ και προφορικό /ðʝa.tim.ba.niˈzmɔs/
Μεταφράσεις
διατυμπανισμός
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.