διαταρακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαταρακτικός η διαταρακτική το διαταρακτικό
      γενική του διαταρακτικού της διαταρακτικής του διαταρακτικού
    αιτιατική τον διαταρακτικό τη διαταρακτική το διαταρακτικό
     κλητική διαταρακτικέ διαταρακτική διαταρακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαταρακτικοί οι διαταρακτικές τα διαταρακτικά
      γενική των διαταρακτικών των διαταρακτικών των διαταρακτικών
    αιτιατική τους διαταρακτικούς τις διαταρακτικές τα διαταρακτικά
     κλητική διαταρακτικοί διαταρακτικές διαταρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαταρακτικός < διαταράσσω + -τικός

Επίθετο

διαταρακτικός

  • που έχει σχέση με διατάραξη, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.