διασυνδετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διασυνδετικός | η | διασυνδετική | το | διασυνδετικό |
| γενική | του | διασυνδετικού | της | διασυνδετικής | του | διασυνδετικού |
| αιτιατική | τον | διασυνδετικό | τη | διασυνδετική | το | διασυνδετικό |
| κλητική | διασυνδετικέ | διασυνδετική | διασυνδετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διασυνδετικοί | οι | διασυνδετικές | τα | διασυνδετικά |
| γενική | των | διασυνδετικών | των | διασυνδετικών | των | διασυνδετικών |
| αιτιατική | τους | διασυνδετικούς | τις | διασυνδετικές | τα | διασυνδετικά |
| κλητική | διασυνδετικοί | διασυνδετικές | διασυνδετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο (ιατρική), (πληροφορική-διαδίκτυο)
- που συνδέει μεταξύ τους τμήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.