διαστημάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαστημάνθρωπος | οι | διαστημάνθρωποι |
| γενική | του | διαστημανθρώπου & διαστημάνθρωπου |
των | διαστημανθρώπων |
| αιτιατική | τον | διαστημάνθρωπο | τους | διαστημανθρώπους |
| κλητική | διαστημάνθρωπε | διαστημάνθρωποι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαστημάνθρωπος < διάστημ(α) + άνθρωπος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική spaceman
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.stiˈman.θɾo.pos/ & /ðʝa.stiˈman.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐στη‐μάν‐θρω‐πος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.