διασκεδάστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασκεδάστρια οι διασκεδάστριες
      γενική της διασκεδάστριας των διασκεδαστριών
    αιτιατική τη διασκεδάστρια τις διασκεδάστριες
     κλητική διασκεδάστρια διασκεδάστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκεδάστρια < διασκεδαστής + -τρια < διασκεδάζω

Ουσιαστικό

διασκεδάστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.