διαπρωκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπρωκτικός η διαπρωκτική το διαπρωκτικό
      γενική του διαπρωκτικού της διαπρωκτικής του διαπρωκτικού
    αιτιατική τον διαπρωκτικό τη διαπρωκτική το διαπρωκτικό
     κλητική διαπρωκτικέ διαπρωκτική διαπρωκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπρωκτικοί οι διαπρωκτικές τα διαπρωκτικά
      γενική των διαπρωκτικών των διαπρωκτικών των διαπρωκτικών
    αιτιατική τους διαπρωκτικούς τις διαπρωκτικές τα διαπρωκτικά
     κλητική διαπρωκτικοί διαπρωκτικές διαπρωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο

διαπρωκτικός (el), -ή, -ό

  • διάμεσω του πρωκτού
      Η κλινική εξέταση , ο ενδοσκοπικός (διαπρωκτικός) υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν στη διάγνωση και σταδιοποίηση της νόσου. ()

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.