διαπλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπλαστικός η διαπλαστική το διαπλαστικό
      γενική του διαπλαστικού της διαπλαστικής του διαπλαστικού
    αιτιατική τον διαπλαστικό τη διαπλαστική το διαπλαστικό
     κλητική διαπλαστικέ διαπλαστική διαπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπλαστικοί οι διαπλαστικές τα διαπλαστικά
      γενική των διαπλαστικών των διαπλαστικών των διαπλαστικών
    αιτιατική τους διαπλαστικούς τις διαπλαστικές τα διαπλαστικά
     κλητική διαπλαστικοί διαπλαστικές διαπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαπλαστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

διαπλαστικός

  1. που αναφέρεται στη μόρφωση (απόδοση μορφής, εκπαιδευτικής ή μη), στη διαμόρφωση, διάπλαση της ύλης ή της προσωπικότητας κάποιου
    Τι περιθώρια διαπλαστικής παρεμβολής έχεις πάνω του; Πιστεύεις πως η σαγήνη είναι αρκετή για να τον μεταπείσει;

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.