διαπλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαπλαστικός | η | διαπλαστική | το | διαπλαστικό |
| γενική | του | διαπλαστικού | της | διαπλαστικής | του | διαπλαστικού |
| αιτιατική | τον | διαπλαστικό | τη | διαπλαστική | το | διαπλαστικό |
| κλητική | διαπλαστικέ | διαπλαστική | διαπλαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαπλαστικοί | οι | διαπλαστικές | τα | διαπλαστικά |
| γενική | των | διαπλαστικών | των | διαπλαστικών | των | διαπλαστικών |
| αιτιατική | τους | διαπλαστικούς | τις | διαπλαστικές | τα | διαπλαστικά |
| κλητική | διαπλαστικοί | διαπλαστικές | διαπλαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαπλαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
διαπλαστικός
- που αναφέρεται στη μόρφωση (απόδοση μορφής, εκπαιδευτικής ή μη), στη διαμόρφωση, διάπλαση της ύλης ή της προσωπικότητας κάποιου
- Τι περιθώρια διαπλαστικής παρεμβολής έχεις πάνω του; Πιστεύεις πως η σαγήνη είναι αρκετή για να τον μεταπείσει;
Μεταφράσεις
διαπλαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.