διαμεσολαβητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαμεσολαβητής | οι | διαμεσολαβητές |
| γενική | του | διαμεσολαβητή | των | διαμεσολαβητών |
| αιτιατική | τον | διαμεσολαβητή | τους | διαμεσολαβητές |
| κλητική | διαμεσολαβητή | διαμεσολαβητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμεσολαβητής < διαμεσολαβώ + -τής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.