διαμεσολαβώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
διαμεσολαβώ
- μεσολαβώ
- διευκολύνω την επικοινωνία και τον διάλογο
- δρω κατευναστικά ανάμεσα σε αντιμαχόμενους
Συγγενικά
- διαμεσολάβηση
- διαμεσολαβητής
- διαμεσολαβήτρια
- → δείτε τις λέξεις διά, μεσολαβώ, μέσο και λαμβάνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαμεσολαβώ | διαμεσολαβούσα | θα διαμεσολαβώ | να διαμεσολαβώ | διαμεσολαβώντας | |
| β' ενικ. | διαμεσολαβείς | διαμεσολαβούσες | θα διαμεσολαβείς | να διαμεσολαβείς | (διαμεσολάβει) | |
| γ' ενικ. | διαμεσολαβεί | διαμεσολαβούσε | θα διαμεσολαβεί | να διαμεσολαβεί | ||
| α' πληθ. | διαμεσολαβούμε | διαμεσολαβούσαμε | θα διαμεσολαβούμε | να διαμεσολαβούμε | ||
| β' πληθ. | διαμεσολαβείτε | διαμεσολαβούσατε | θα διαμεσολαβείτε | να διαμεσολαβείτε | διαμεσολαβείτε | |
| γ' πληθ. | διαμεσολαβούν(ε) | διαμεσολαβούσαν(ε) | θα διαμεσολαβούν(ε) | να διαμεσολαβούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαμεσολάβησα | θα διαμεσολαβήσω | να διαμεσολαβήσω | διαμεσολαβήσει | ||
| β' ενικ. | διαμεσολάβησες | θα διαμεσολαβήσεις | να διαμεσολαβήσεις | διαμεσολάβησε | ||
| γ' ενικ. | διαμεσολάβησε | θα διαμεσολαβήσει | να διαμεσολαβήσει | |||
| α' πληθ. | διαμεσολαβήσαμε | θα διαμεσολαβήσουμε | να διαμεσολαβήσουμε | |||
| β' πληθ. | διαμεσολαβήσατε | θα διαμεσολαβήσετε | να διαμεσολαβήσετε | διαμεσολαβήστε | ||
| γ' πληθ. | διαμεσολάβησαν διαμεσολαβήσαν(ε) |
θα διαμεσολαβήσουν(ε) | να διαμεσολαβήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαμεσολαβήσει | είχα διαμεσολαβήσει | θα έχω διαμεσολαβήσει | να έχω διαμεσολαβήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαμεσολαβήσει | είχες διαμεσολαβήσει | θα έχεις διαμεσολαβήσει | να έχεις διαμεσολαβήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαμεσολαβήσει | είχε διαμεσολαβήσει | θα έχει διαμεσολαβήσει | να έχει διαμεσολαβήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαμεσολαβήσει | είχαμε διαμεσολαβήσει | θα έχουμε διαμεσολαβήσει | να έχουμε διαμεσολαβήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαμεσολαβήσει | είχατε διαμεσολαβήσει | θα έχετε διαμεσολαβήσει | να έχετε διαμεσολαβήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαμεσολαβήσει | είχαν διαμεσολαβήσει | θα έχουν διαμεσολαβήσει | να έχουν διαμεσολαβήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.