διαμεσολάβηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμεσολάβηση οι διαμεσολαβήσεις
      γενική της διαμεσολάβησης* των διαμεσολαβήσεων
    αιτιατική τη διαμεσολάβηση τις διαμεσολαβήσεις
     κλητική διαμεσολάβηση διαμεσολαβήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμεσολαβήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμεσολάβηση < διαμεσολαβώ + -ση

Ουσιαστικό

διαμεσολάβηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.