διαλείπων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαλείπων | η | διαλείπουσα | το | διαλείπον |
| γενική | του | διαλείποντος | της | διαλείπουσας & διαλειπούσης* |
του | διαλείποντος |
| αιτιατική | τον | διαλείποντα | τη | διαλείπουσα | το | διαλείπον |
| κλητική | διαλείπων | διαλείπουσα | διαλείπον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαλείποντες | οι | διαλείπουσες | τα | διαλείποντα |
| γενική | των | διαλειπόντων | των | διαλειπουσών | των | διαλειπόντων |
| αιτιατική | τους | διαλείποντες | τις | διαλείπουσες | τα | διαλείποντα |
| κλητική | διαλείποντες | διαλείπουσες | διαλείποντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Σχεδιάγραμμα σύγκρισης αδιάλειπτων γραμμών (εκτιμητής Thiel-Sel ενός συνόλου δείγματος με μαύρο και με μπλε χρώμα η αδιάλειπτη γραμμή τυπικών ελαχίστων τετραγώνων) με διαλείπουσα γραμμή (πράσινη). Η διαλείπουσα γραμμή με πράσινο χρώμα υποδηλώνει τη δειγματοληψία χωρίς ακραία σημεία. Συνεπώς, ο εκτιμητής της μαύρης αδιάλειπτης γραμμής προκύπτει με αντικατάσταση κάποιων σημείων του δείγματος της πράσινης διαλείπουσας γραμμής με κάποια ακραία, αλλά όχι όλα. Έτσι, η μαύρη αδιάλειπτη γραμμή είναι πιο ακριβής από τη μπλε αδιάλειπτη γραμμή.
Ετυμολογία
- διαλείπων, λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος διαλείπω
Μετοχή
διαλείπων, -ουσα, -ον
- που εμφανίζει διακοπές ή εμφανίζεται με διαλείμματα, σποραδικά ή περιοδικά
- ↪ διαλείπον ρεύμα
- ↪ διαλείπουσα μνήμη
- ↪ διαλείπων πυρετός
- ※ Η γραία αφήκε κραυγήν θάμβους και φόβου· — Μπα!.... τ' είν αυτό, πουλάκι μ'; Εδείκνυε τα αραιά διαλείποντα οδόντια, και τα χάσματα των οφθαλμών του κρανίου. Η Ευανθία εκάλεσεν εις επικουρίαν όλην την ετοιμότητα του πνεύματός της (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της δασκάλας τα μάτια)
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.