διάλειψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάλειψη | οι | διαλείψεις |
| γενική | της | διάλειψης* | των | διαλείψεων |
| αιτιατική | τη | διάλειψη | τις | διαλείψεις |
| κλητική | διάλειψη | διαλείψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαλείψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάλειψη < αρχαία ελληνική διάλειψις < διαλείπω
Ουσιαστικό
διάλειψη θηλυκό
- η κατά διαστήματα διακοπή της κανονικής λειτουργίας (πχ συστήματος επικοινωνίας, συσκευής, οργάνου του σώματος)
- η μνήμη μου τώρα τελευταία παθαίνει κάτι διαλείψεις
Μεταφράσεις
διάλειψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.