διακηρυκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διακηρυκτικός | η | διακηρυκτική | το | διακηρυκτικό |
| γενική | του | διακηρυκτικού | της | διακηρυκτικής | του | διακηρυκτικού |
| αιτιατική | τον | διακηρυκτικό | τη | διακηρυκτική | το | διακηρυκτικό |
| κλητική | διακηρυκτικέ | διακηρυκτική | διακηρυκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διακηρυκτικοί | οι | διακηρυκτικές | τα | διακηρυκτικά |
| γενική | των | διακηρυκτικών | των | διακηρυκτικών | των | διακηρυκτικών |
| αιτιατική | τους | διακηρυκτικούς | τις | διακηρυκτικές | τα | διακηρυκτικά |
| κλητική | διακηρυκτικοί | διακηρυκτικές | διακηρυκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διακηρυκτικός < ελληνιστική κοινή διακηρυκτικός < διακηρύσσω
Συγγενικά
- διακηρυκτικά
- → δείτε τις λέξεις διακηρύσσω και κηρύσσω
Μεταφράσεις
διακηρυκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.