διαθλασίμετρο
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαθλασίμετρο | τα | διαθλασίμετρα |
| γενική | του | διαθλασίμετρου | των | διαθλασίμετρων |
| αιτιατική | το | διαθλασίμετρο | τα | διαθλασίμετρα |
| κλητική | διαθλασίμετρο | διαθλασίμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαθλασίμετρο < (καθαρεύουσα) διάθλασι(ς) (διάθλαση) + -μετρο
Ουσιαστικό
διαθλασίμετρο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.