διαδερμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαδερμικός | η | διαδερμική | το | διαδερμικό |
| γενική | του | διαδερμικού | της | διαδερμικής | του | διαδερμικού |
| αιτιατική | τον | διαδερμικό | τη | διαδερμική | το | διαδερμικό |
| κλητική | διαδερμικέ | διαδερμική | διαδερμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαδερμικοί | οι | διαδερμικές | τα | διαδερμικά |
| γενική | των | διαδερμικών | των | διαδερμικών | των | διαδερμικών |
| αιτιατική | τους | διαδερμικούς | τις | διαδερμικές | τα | διαδερμικά |
| κλητική | διαδερμικοί | διαδερμικές | διαδερμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δέρμα
Μεταφράσεις
διαδερμικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.