διαβουκόληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαβουκόληση οι διαβουκολήσεις
      γενική της διαβουκόλησης* των διαβουκολήσεων
    αιτιατική τη διαβουκόληση τις διαβουκολήσεις
     κλητική διαβουκόληση διαβουκολήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβουκολήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαβουκόληση < διά + βουκόλος (βοσκός βοδιών)

Ουσιαστικό

διαβουκόληση θηλυκό

  1. η καθοδήγηση των βοδιών για βοσκή
  2. η εξαπάτηση και παράσυρση του πλήθους από λαοπλάνους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.