διάχωρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | διάχωρον | τὰ | διάχωρᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | διαχώρου | τῶν | διαχώρων | ||||
| δοτική | τῷ | διαχώρῳ | τοῖς | διαχώροις | ||||
| αιτιατική | τὸ | διάχωρον | τὰ | διάχωρᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | διάχωρον | διάχωρᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαχώρω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαχώροιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- διάχωρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.