διάχωρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διάχωρον τὰ διάχωρ
      γενική τοῦ διαχώρου τῶν διαχώρων
      δοτική τῷ διαχώρ τοῖς διαχώροις
    αιτιατική τὸ διάχωρον τὰ διάχωρ
     κλητική ! διάχωρον διάχωρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαχώρω
γεν-δοτ τοῖν  διαχώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάχωρον < δια- + χῶρος

Ουσιαστικό

διάχωρον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. τμήμα γης ή εδάφους
  2. ενδιάμεσος χώρος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.