διάστιξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάστιξη οι διαστίξεις
      γενική της διάστιξης* των διαστίξεων
    αιτιατική τη διάστιξη τις διαστίξεις
     κλητική διάστιξη διαστίξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστίξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάστιξη < (ελληνιστική κοινή) διάστιξις

Ουσιαστικό

διάστιξη θηλυκό

  1. δημιουργία σειράς κουκίδων, στιγμάτων, τελειών
  2. (λόγιο) τατουάζ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.