διάστιξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάστιξῐς αἱ διαστίξεις
      γενική τῆς διαστίξεως τῶν διαστίξεων
      δοτική τῇ διαστίξει ταῖς διαστίξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάστιξῐν τὰς διαστίξεις
     κλητική ! διάστιξῐ διαστίξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαστίξει
γεν-δοτ τοῖν  διαστιξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάστιξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαστίζω < δια- στίζω, στιγ- + -σις > -ξις

Ουσιαστικό

διάστιξις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.