διάμηκες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διάμηκες | τα | διαμήκη |
| γενική | του | διαμήκους | των | διαμήκων |
| αιτιατική | το | διάμηκες | τα | διαμήκη |
| κλητική | διάμηκες | διαμήκη | ||
| όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάμηκες: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαμήκης (μαρτυρείται από το 1898)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.mi.ces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐μή‐κες
Ουσιαστικό
διάμηκες ουδέτερο
Μεταφράσεις
διάμηκες
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διάμηκες
Αναφορές
- σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- «διαμήκης, διάμηκες» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- «διαμήκης, διάμηκες» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.