cereal

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

cereal (en)

  1. (βοτανική) φυτό της οικογένειας των δημητριακών
  2. (τρόφιμο) δημητριακά για το πρόγευμα



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
cereal cereales

Ουσιαστικό

cereal (es) αρσενικό

  1. δημητριακό
  2. (στον πληθυντικό, τρόφιμο) δημητριακά για το πρόγευμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.