δερματίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δερματίνη οι δερματίνες
      γενική της δερματίνης των δερματινών
    αιτιατική τη δερματίνη τις δερματίνες
     κλητική δερματίνη δερματίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δερματίνη < δέρμα

Ουσιαστικό

δερματίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.