δεξίωσις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δεξίωσις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή δεξίωσις

Ουσιαστικό

δεξίωσις

Συγγενικά

  • δεξιεύομαι (δεξιώνομαι, υποδέχομαι)
  • δέξιμον
  • δεξιοῦμαι (καλοπιάνω)
  • δεξιῶ, δεξιώνω (κολακεύω)

επίσης

  • ἀμφοτεροδεξίωσις
  • αὐτοδεξίωσις

 και δείτε τη λέξη δεξιός

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δεξίωσῐς αἱ δεξιώσεις
      γενική τῆς δεξιώσεως τῶν δεξιώσεων
      δοτική τῇ δεξιώσει ταῖς δεξιώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δεξίωσῐν τὰς δεξιώσεις
     κλητική ! δεξίωσῐ δεξιώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεξιώσει
γεν-δοτ τοῖν  δεξιωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεξίωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δεξιόομαι / δεξιοῦμαι, δεξιω- + -σις (-ωσις) < δεξιός

Ουσιαστικό

δεξίωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • και στην καθαρεύουσα: δεξίωσις: η δεξίωση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.