δενδρώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δενδρώνας | οι | δενδρώνες |
| γενική | του | δενδρώνα | των | δενδρώνων |
| αιτιατική | τον | δενδρώνα | τους | δενδρώνες |
| κλητική | δενδρώνα | δενδρώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δενδρώνας < αρχαία ελληνική δενδρών < δένδρον
Ουσιαστικό
δενδρώνας αρσενικό
- (βοτανική) τόπος που έχει πολλά δέντρα
- Οι μικρές εκμεταλλεύσεις, οι δενδρώνες (ελιές, οπωρώνες με αραιή φύτευση), η καλλιέργεια ψυχανθών και οι ορυζώνες εξαιρούνται της αμειψισποράς και της αγρανάπαυσης καθώς ικανοποιούν πλήρως τον κανόνα του «πρασινίσματος» δίνοντας τη δυνατότητα στον παραγωγό να λάβει, χωρίς προσπάθεια, τις προβλεπόμενες άμεσες ενισχύσεις. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη δέντρο
Μεταφράσεις
δενδρώνας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.