δενδρών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δενδρών οἱ δενδρῶνες
      γενική τοῦ δενδρῶνος τῶν δενδρώνων
      δοτική τῷ δενδρῶν τοῖς δενδρῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δενδρῶν τοὺς δενδρῶνᾰς
     κλητική ! δενδρών δενδρῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δενδρῶνε
γεν-δοτ τοῖν  δενδρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δενδρών < δένδρ(ον) + -ών

Ουσιαστικό

δενδρών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.