δενδροκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δενδροκαλλιέργεια | οι | δενδροκαλλιέργειες |
| γενική | της | δενδροκαλλιέργειας | των | δενδροκαλλιεργειών |
| αιτιατική | τη | δενδροκαλλιέργεια | τις | δενδροκαλλιέργειες |
| κλητική | δενδροκαλλιέργεια | δενδροκαλλιέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δενδροκαλλιέργεια < δένδρ(ον) + -ο- + -καλλιέργεια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arboriculture
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðen.ðɾo.ka.liˈeɾ.ʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δεν‐δρο‐καλ‐λι‐έρ‐γει‐α
- δεντροκαλλιέργεια (προφορά χωρίς λόγια επίδραση)
Μεταφράσεις
δενδροκαλλιέργεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.