δεκαπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκαπλάσιος | η | δεκαπλάσια | το | δεκαπλάσιο |
| γενική | του | δεκαπλάσιου | της | δεκαπλάσιας | του | δεκαπλάσιου |
| αιτιατική | τον | δεκαπλάσιο | τη | δεκαπλάσια | το | δεκαπλάσιο |
| κλητική | δεκαπλάσιε | δεκαπλάσια | δεκαπλάσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκαπλάσιοι | οι | δεκαπλάσιες | τα | δεκαπλάσια |
| γενική | των | δεκαπλάσιων | των | δεκαπλάσιων | των | δεκαπλάσιων |
| αιτιατική | τους | δεκαπλάσιους | τις | δεκαπλάσιες | τα | δεκαπλάσια |
| κλητική | δεκαπλάσιοι | δεκαπλάσιες | δεκαπλάσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεκαπλάσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεκαπλάσιος. Μορφολογικά αναλύεται σε δεκα- + -πλάσιος
Επίθετο
δεκαπλάσιος, -ια, -ιο
- (αναλογικό αριθμητικό) που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο
Μεταφράσεις
δεκαπλάσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.