δεκαπενταύγουστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δεκαπενταύγουστος | οι | δεκαπενταύγουστοι |
| γενική | του | δεκαπενταύγουστου | των | δεκαπενταύγουστων |
| αιτιατική | τον | δεκαπενταύγουστο | τους | δεκαπενταύγουστους |
| κλητική | δεκαπενταύγουστε | δεκαπενταύγουστοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δεκαπενταύγουστος αρσενικό
- δεκαπενταύγουστο (ουδέτερο)
Συγγενικά
- δεκαπενταυγουστιάτικος
- → δείτε τις λέξεις δεκαπέντε και Αύγουστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.