δεκαπενθημερία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δεκαπενθημερία | οι | δεκαπενθημερίες |
| γενική | της | δεκαπενθημερίας | των | δεκαπενθημεριών |
| αιτιατική | τη | δεκαπενθημερία | τις | δεκαπενθημερίες |
| κλητική | δεκαπενθημερία | δεκαπενθημερίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δεκαπενθημερία < δεκαπενθήμερ(ος) + -ία
- δεκαπενταήμερο
- δεκαπενταμερία
- δεκαπενθήμερο
Μεταφράσεις
δεκαπενθημερία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.