δεκαπενθημερία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαπενθημερία οι δεκαπενθημερίες
      γενική της δεκαπενθημερίας των δεκαπενθημεριών
    αιτιατική τη δεκαπενθημερία τις δεκαπενθημερίες
     κλητική δεκαπενθημερία δεκαπενθημερίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δεκαπενθημερία < δεκαπενθήμερ(ος) + -ία

Ουσιαστικό

δεκαπενθημερία θηλυκό

  1. διάστημα δεκαπέντε ημερών
  2. αμοιβή για εργασία δεκαπέντε ημερών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.